- καμινογραφία
- καμονογραφία, ἡ (Α)πραγματεία περί καμίνων, δηλ. αλχημεία, τίτλος έργου τού αλχημιστή Μαρία.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμινος + -γραφία (< -γραφος*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καμινογραφίαν — καμινογραφίᾱν , καμινογραφία treatise on furnaces fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… … Dictionary of Greek
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek